αλέτρια

αλέτρια
η борозда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλέτρια" в других словарях:

  • αλετριά — η [αλέτρι] αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι, αυλακιά …   Dictionary of Greek

  • αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… …   Dictionary of Greek

  • αλετράς — ο [αλέτρι] 1. αροτροποιός, αυτός που κατασκευάζει αλέτρια 2. δουλευτής τού αλετριού, γεωργός …   Dictionary of Greek

  • αράδα — η (Μ ἀράδα) 1. σειρά, γραμμή 2. σειρά λέξεων, στίχος γραπτού κειμένου νεοελλ. φρ. 1. «της αράδας» μέτριας αξίας, κοινός 2. «πάει με ανθρώπους της αράδας του» της ίδιας κοινωνικής θέσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (βενετ.) arada «αλέτρια» …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό και Ιστορικό Λάρισας — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1974 από μια συντροφιά που σκοπό της είχε θέσει τη διάσωση, μελέτη και προβολή του παραδοσιακού προ μηχανικού πολιτισμού της Θεσσαλίας. Η συλλογή του, που αποτελείται από περισσότερα από 15.000 αντικείμενα, εκτίθεται… …   Dictionary of Greek

  • αλετράς — ο πληθ. άδες, αυτός που φτιάχνει αλέτρια: Την εποχή εκείνη στα κεφαλοχώρια υπήρχαν ένας και δυο αλετράδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»